- αιμωδώ
- αἱμωδῶ (-έω) (Α)αιμωδιώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἱμωδῶ — αἱμωδέω to be set on edge pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἱμωδέω to be set on edge pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμωδία — Μερική ή ολική απώλεια αίσθησης σε ένα μέρος του σώματος, η οποία είναι αποτέλεσμα παρεμβολής στη διάβαση ερεθισμάτων κατά μήκος των αισθητηρίων νεύρων. * * * η (Α αἱμωδία) νεοελλ. τοπικό ή γενικό μούδιασμα (κν. μούδιασμα, μυρμήγκιασμα) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek